ξαφορμίζω

ξαφορμίζω
1. (στον Ερωτόκρ.) α) αποδοκιμάζω θορυβωδώς κάποιον τρελαίνοντάς τον με τις φωνές
β) τρελαίνομαι («ξαφορμίζ' ο νους στο ξαφνικό μαντάτο», Ερωτόκρ.)
2. (για τραύμα) σταματώ να έχω ερεθισμό, να είμαι αφορμισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-αφορμίζω (βλ. και λ. ξ[ε]-), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξαφορμίζω — ξαφόρμισα, ξαφορμίστηκα, ξαφορμισμένος 1. μτβ., τρελαίνω κάποιον με τις φωνές μου, αποδοκιμάζω με θόρυβο. 2. αμτβ., για πληγή, τραύμα, φλεγμονή, παύω να είμαι ερεθισμένος, καταπραΰνομαι. 3. μτφ., τρελαίνομαι, χάνω το λογικό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαφορμίζω — και ξαφορμίζω (Μ ἐξαφορμίζω) [αφορμίζω] νεοελλ. 1. τρελαίνω κάποιον με φωνές 2. χάνω τα λογικά μου 3. γίνομαι έξω φρενών μσν. προφασίζομαι, δικαιολογούμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”