- ξαφορμίζω
- 1. (στον Ερωτόκρ.) α) αποδοκιμάζω θορυβωδώς κάποιον τρελαίνοντάς τον με τις φωνέςβ) τρελαίνομαι («ξαφορμίζ' ο νους στο ξαφνικό μαντάτο», Ερωτόκρ.)2. (για τραύμα) σταματώ να έχω ερεθισμό, να είμαι αφορμισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-αφορμίζω (βλ. και λ. ξ[ε]-), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.